Νομοθεσία

Η ενδοοικογενειακή βία τιμωρείται από τις διατάξεις του Ν. 3500/2006 (Φ.Ε.Κ. Α΄232) «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», [όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 4531/2018 και τον Ν. 5090/2024], είναι ένα έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα (αρ. 17 §1 του Ν. 3500/06), ενώ για την υποβολή εγκλήσεως/μηνύσεως, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου.

Τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας ορίζονται στο νόμο 3500/2006, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και σε διατάξεις του Ποινικού Δικαίου και μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

–  Σωματική βία, όπως σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, επικίνδυνη και βαριά σωματική βλάβη, μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος κ.α.

–  Ψυχολογική βία, όπως απειλή, παράνομη βία (δηλαδή εξαναγκασμός σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται, με τη χρήση βίας ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο).

–  Σεξουαλική βία, όπως προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, με λόγο ή έργο, βιασμός κ.α.

–  Στο νόμο 3500/2006 δεν προβλέπεται κάποιο αδίκημα, που να συνιστά οικονομική ενδοοικογενειακή βία ή ενδοοικογενειακή εξύβριση. Ωστόσο, τα αδικήματα άσκησης οικονομικής βίας  και η εξύβριση προβλέπονται και τιμωρούνται με βάση τις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου και καταγγέλλονται.

Πρόσωπα που εμπίπτουν στο Ν.3500/2006.

  • Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει συγκατοίκηση οι σύζυγοι, πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους με σύμφωνο συμβίωσης, γονείς και συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους (αρ. 1 § 2 περ. α΄ Ν.3500/2006) καθώς και οι μόνιμοι σύντροφοι και τα τέκνα τους, κοινά ή ενός εξ’ αυτών, τέως και πρώην σύζυγοι, μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί και μόνιμοι σύντροφοι (αρ.1 2 περ. γ΄ Ν.3500/2006 όπως αντικ. από το αρ.3 §2 του Ν.4531/2018).
  • Εφόσον συνοικούν οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος ανάδοχης οικογένειας καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια (αρ. 1 § 2 περ. β΄Ν.3500/2006).
  • Πρόσωπα που δέχονται τις υπηρεσίες φορέων κοινωνικής μέριμνας και αποτελούν θύματα πράξεων ενδοοικογενειακής βίας από πρόσωπο, που εργάζεται στον φορέα.

Ποινική Διαμεσολάβηση

Στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας, ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας ή ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος, ενεργώντας στο πλαίσιο της παρ. 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διερευνούν τη δυνατότητα διαμεσολάβησης σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 του Ν. 3500/2006 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 123 του Ν. 5090/2024.

Ενδεικτικά, σημειώνεται ότι προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά για τα παρακάτω συνοπτικά περιγραφόμενα:

α) Να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα.

β) Να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές.

γ) Να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.

δ) Να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης ή μεταμέλειας που προτείνει το θύμα.

Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ’ αυτήν και να ακούγεται.

Στο πλαίσιο αυτό, αν το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που αφορά (αρ.13 §2 Ν.3500/06).

Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης διακόπτει τη διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση (αρ.13 §3 Ν. 3500/06).

Επιβολή περιοριστικών όρων

Βάσει των διατάξεων των άρθρων 15 και 18 §1 του Ν.3500/06 (όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 5090/2024 και ισχύουν), σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας, η συμμετοχή του σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης. Για την επιβολή περιοριστικών όρων λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, η επικινδυνότητα του δράστη και η υποτροπή. Απόσπασμα των ανωτέρω αποφάσεων, βουλευμάτων και διατάξεων, που επιβάλλουν περιοριστικούς όρους διαβιβάζεται αυθημερόν στον αρμόδιο για την εκτέλεσή τους Εισαγγελέα και κοινοποιείται αμελλητί στις διωκτικές αρχές. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση.

Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας

Το άρθρο 20 του Ν. 3500/06 προβλέπει ρητά την υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας εκ μέρους των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 245  §2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Απαγορεύεται, δηλαδή, η ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο του ονοματεπωνύμου του θύματος και του κατηγορουμένου, της διεύθυνσης κατοικίας τους, καθώς και  οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.

Κοινωνική συμπαράσταση

Στις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν.3500/06 (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 5090/2024 και ισχύει) προβλέπεται ότι, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία των Υπουργείων Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται να ενημερώσουν αμελλητί αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.

Υποχρεώσεις των επαγγελματιών

Στις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν.3500/2006 (όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 5090/2024 και ισχύει), προβλέπονται οι υποχρεώσεις των επαγγελματιών, οι οποίοι πληροφορούνται ή διαπιστώνουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα:

  1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας.
  2. Τα πρόσωπα της προηγούμενης παρ., που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.
  3. Τα πρόσωπα αυτά καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.
  4. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του Ν. 4547/2018 (Α’ 102).

Προστασία από τη διαδικασία της διοικητικής απέλασης

Στο άρθρο 41 του Ν. 3907/2011, όπως τροπ. με το άρθρο 4 του Ν. 4531/2018 (Α΄62) ορίζεται ότι, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, που δεν διαθέτουν έγγραφα νόμιμης παραμονής τους στη Χώρα, προστατεύονται από την απέλαση και έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση, για έκδοση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (άρθρο 44 του Ν. 3386/2005 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει).