Ο Ρόλος της Μονάδας EUROJUST στα πλαίσια της δικαστικής συνεργασίας στα ποινικά ζητήματα στην Ε.Ε.

 Η Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας  EUROJUST συστήθηκε με την Απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών ΔΕΥ της 28ης Φεβρουαρίου 2002 και άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιουνίου 2002. Είχε προηγηθεί η σύσταση της προσωρινής Μονάδας Δικαστικής Συνεργασίας (pro EUROJUST) η οποία λειτούργησε για ενάμισυ έτος περίπου και κατ΄ ουσίαν έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της οριστικής Μονάδας.  Η πολιτική απόφαση για τη δημιουργία της Μονάδας EUROJUST είχε ληφθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε (Φινλανδία), 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, στα πλαίσια  της ενίσχυσης του αγώνα κατά του σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ. Η EUROJUST αποτελεί όργανο του Γ πυλώνα της ΕΕ, είναι δηλαδή προϊόν της διακυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ των κμ και σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο απαιτείται η μεταφορά της ιδρυτικής Απόφασης στην εσωτερική νομοθεσία με την ψήφιση σχετικού νόμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιος νόμος δεν έχει ακόμα εκδοθεί, ενώ η προθεσμία συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή έχει παρέλθει ήδη από την 6η Σεπτεμβρίου 2003.   

Η EUROJUST αποτελείται από έναν εκπρόσωπο από κάθε κμ, ο οποίος πρέπει να έχει την ιδιότητα του εισαγγελέα, του δικαστή ή του αξιωματικού της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες.  Η διατύπωση αυτή αναφέρεται σε νομικά συστήματα, στα οποία τα εισαγγελικά καθήκοντα εν γένει ή η δικαστική συνεργασία, μπορεί να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αστυνομικής αρχής. Ενεργεί δε, είτε μέσω ενός ή περισσοτέρων από τα εθνικά μέλη, είτε ως συλλογικό όργανο. Η EUROJUST, ως προσωρινή μονάδα, δηλαδή από τον Μάρτιο του 2001, αλλά και τοπρώτο εξάμηνο της λειτουργίας της ως οριστικής μονάδας, φιλοξενήθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ, στις Βρυξέλλες. Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2002 η μονάδα εδρεύει στη Χάγη, που αποτελεί πλέον την οριστική έδρα της.

Οι στόχοι της EUROJUST είναι:

– Να προωθεί και να βελτιώνει το συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, κατόπιν αίτησης ή πληροφορίας

– Να βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ιδίως στη δικαστική συνδρομή και την έκδοση (ενν. και παράδοση δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης)

– Να υποστηρίζει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών με άλλους τρόπους.  Κι επειδή βεβαίως το διασυνοριακό έγκλημα δεν περιορίζεται εντός των συνόρων της ΕΕ, η ΕUROJUST μπορεί να παρέχει υποστήριξη σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν ένα κράτος μέλος της ΕΕ και τρίτο κράτος, εφόσον έχει συναφθεί συμφωνία συνεργασίας, ή υπάρχει ουσιώδες συμφέρον που επιβάλλει την παροχή υποστήριξης.

Τα εγκλήματα, για τα οποία έχει αρμοδιότητα συντονισμού και διευκόλυνσης της δικαστικής συνεργασίας, η EUROJUST, συνοπτικά είναι αυτά που θα αποκαλούσαμε βαρειά εγκληματικότητα. Πρόκειται για υποθέσεις, στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κμ της ΕΕ, κμ και η Επιτροπή (σε περιπτώσεις εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της κοινότητας) ή κμ και τρίτες χώρες, με βάση συμφωνίες που μπορεί να συνάπτει η EUROJUST και οι οποίες τελούν υπό την έγκριση του Συμβουλίου της ΕΕ.

Ειδικότερα, μέσω των εθνικών μελών της αλλά και ως συλλογικό όργανο η EUROJUST μπορεί να αιτείται τη διενέργεια ερευνών ή δίωξης, την αποδοχή ότι είναι προτιμότερο να προβεί ένα από τα περισσότερα κράτη μέλη, σε έρευνα ή δίωξη, τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών περισσότερων κρατών τη σύσταση κοινών ομάδων έρευνας, την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Όταν η EUROJUST ενεργεί ως συλλογικό όργανο μπορεί, επιπροσθέτως, να συνδράμει την Εuropol, στην οποία παρέχει ιδίως γνώμες βασιζόμενες στην αναλύσεις πουπραγματοποίησε. Δύναται να παρέχει υποστήριξη διοικητικής μέριμνας , ιδίως βοήθεια για τη μετάφραση, τη διερμηνεία και τη διοργάνωση συντονιστικών συνεδριάσεων. Το εθνικό μέλος επίσης μπορεί να διαβιβάζει αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα της μονάδας. Πραγματοποιείται δε τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο στρατηγικής.

Οι επιχειρησιακές συντονιστικές συναντήσεις διοργανώνονται με πρωτοβουλία των εθνικών μελών της Eurojust, που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση. Η συνάντηση δίνει τη δυνατότητα στις εθνικές αρχές (ανακριτές, εισαγγελείς, αστυνομικούς) να βρεθούν γύρω από το ίδιο τραπέζι, μαζί και με εκπροσώπους άλλων οργάνων αν απαιτείται, όπως η Εuropol ή η ΟΛΑΦ και να ανταλλάξουν πληροφορίες, ή τεχνογνωσία ή να καταστρώσουν συντονισμένα τη δράση τους. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών τους επιτρέπει να έχουν μια συνολική εικόνα της κατάστασης, με απώτερο στόχο να μη γίνεται αποσπασματική έρευνα και δίωξη σε εθνικό επίπεδο,  αλλά να επιτυγχάνεται η παρακολούθηση της εγκληματικής διαδρομής και η εξάρθρωση του συνόλου της εγκληματικής οργάνωσης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι έχουν γίνει συντονιστικές συναντήσεις σε υποθέσεις τρομοκρατίας, παιδικής πορνογραφίας στο Διαδίκτυο, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εμπορίας ανθρώπων, εμπορίας ναρκωτικών, λαθρεμπορίας αλκοόλ, απάτης και άλλες.

Επίσης η Eurojust, ως συλλογικό όργανο πλέον, μπορεί να επιλέγει ένα ζήτημα, περίπλοκο ή τεχνικό, που χρειάζεται ιδιάζουσες γνώσεις, ή ένα φαινόμενο, όπως η παιδική πορνογραφία, η παραχάραξη του ευρώ, ή η ισλαμική τρομοκρατία και να προσκαλεί ειδικούς από τα κράτη μέλη για να ανταλλάξουν τις εμπειρίες και την τεχνογνωσία τους. Μέσω αυτών των στρατηγικών  συναντήσεων γίνεται και ενημέρωση των συμμετεχόντων σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς δικαστικής συνεργασίας και τις εξελίξεις στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης στην ΕΕ. Η εμπειρία αυτών των συναντήσεων κατέδειξε ότι, όχι μόνο τα γλωσσικά και τεχνικά εμπόδια μπορούν να υπερπηδηθούν, αλλά πολύ περισσότερο ότι οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των περισσότερων νομικών συστημάτων υποχωρούν μπροστά στη θέληση και αποφασιστικότητα των εμπλεκομένων να χειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια συγκεκριμένη υπόθεση.   

Από το 2002 μέχρι σήμερα παρατηρείται ότι ο αριθμός των υποθέσεων που χειρίστηκε η EUROJUST αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Διαπιστώθηκε αύξηση κατά 50% το 2003 σε σχέση με τις υποθέσεις του 2002 και επιπλέον αύξηση περίπου 30% το 2004 σε σχέση με τις υποθέσεις του 2003. Ποιοτικά επίσης οι υποθέσεις αναβαθμίστηκαν με την έννοια ότι έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των υποθέσεων που αφορούν περισσότερα από δύο κράτη. Ο στόχος είναι να αναφέρονται στη EUROJUST οι σοβαρές υποθέσεις, που αφορούν περισσότερα από δύο κράτη σε όσο το δυνατόν αρχικό στάδιο. 

Υπάρχει γενικά η πεποίθηση ότι μολονότι ο αριθμός των υποθέσων αυξάνεται δεν χρησιμοποιείται πλήρως η EUROJUST, δηλαδή δεν ζητείται η συμβολή της σε όλες τις περιπτώσεις που θα μπορούσε να βοηθήσει. Για το λόγο αυτό η ενημέρωση των εθνικών αρχών για τη συμβολή που μπορεί να έχει η EUROJUST στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί σημαντικό μέρος των καθηκόντων του εθνικού μέλους.

Οι υποθέσεις δικαστικής συνεργασίας, που αφορούν το εθνικό γραφείο, για το έτος 2004 ανέρχονται στο συνολικό αριθμό των 44, ενώ υπάρχουν εκκρεμείς υποθέσεις και από τα προηγούμενα έτη. Από το σύνολο των 44 υποθέσεων σε 28 περιπτώσεις οι ελληνικές αρχές είναι καθ? ων η αίτηση, ενώ σε 16 από αυτές είναι αιτούσες.  Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει μια σημαντική αύξηση των υποθέσεων από 24 συνολικά για το έτος 2003, εκ των οποίων μόνο στις 6 η αίτηση προερχόταν από τις ελληνικές αρχές.

Θεωρούμε ότι ο μικρός αριθμός των υποθέσεων που μας έχουν απευθυνθεί μέχρι σήμερα από τις Ελληνικές αρχές, δηλαδή οι περιπτώσεις στις οποίες η Ελλάδα είναι η "αιτούσα" χώρα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθυστέρηση της ψήφισης εθνικής νομοθεσίας. Από τα 25 κμ μόνο η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν δηλώσει μεν ότι απαιτείται η ψήφιση εθνικού νόμου, πλην όμως δεν έχουν ολοκληρώσει την σχετική διαδικασία, γεγονός που αποτελεί πρόβλημα στη λειτουργία του συνόλου της Μονάδας. Παρομοίως η Ελλάδα δεν έχει νομοθετήσει σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας, αν και η προθεσμία για την ενσωμάτωση της σχετικής Απόφασης Πλαίσιο ήταν η  1-1-03.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεχτήκαμε αίτηση για βοήθεια, δηλαδή οι περιπτώσεις στις οποίες η Ελλάδα είναι "καθ΄ης η αίτηση", οι αρμόδιες κάθε φορά δικαστικές και αστυνομικές αρχές ανταποκρίθηκαν με προθυμία και συνέβαλαν τα μέγιστα στην ικανοποίηση αιτημάτων συντονισμού και εν γένει συνεργασίας, εφαρμόζοντας το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Ειδικότερα, η Ελληνική Αστυνομία επέδειξε ειλικρινές ενδιαφέρον για τη νεοσύστατη EUROJUST, ανταποκρίθηκε άμεσα στα αιτήματα που απευθείναμε και συμμετείχε ευπρόσωπα σε πολλές στρατηγικές και επιχειρησιακές συντονιστικές συναντήσεις.

Περαιτέρω, η παρούσα επισκόπηση των αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων της EUROJUST, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς αναφορά στον σημαντικότερο «συνεργάτη» της στο χώρο της ΕΕ, την Εuropol.  Η EUROJUST και η Εuropol μολονότι δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, ούτε έχουν περιβληθεί τον ίδιο νομικό τύπο, ακολουθούν πορείες συγκλίνουσες, αφού έχουν κοινό στόχο την καταπολέμηση του οργανωμένου διασυνοριακού εγκλήματος και καλούνται να συνεργαστούν στενά. Όπως προκύπτει από την ίδια τη ΣυνθΕΕ, η Europol και η EUROJUST, οι σημαντικότεροι μηχανισμοί αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στα ποινικά ζητήματα, αντίστοιχα, εμφανίζονται ως τα δύο μέσα τα οποία επιτρέπουν στους πολίτες να χαίρουν ενός υψηλού επιπέδου προστασίας μέσα σ` ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ενώ η δράση τους ενισχύεται σημαντικά και από το κείμενο του Σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης. 

Είναι γνωστό, όμως, ότι τόσο η EUROJUST όσο και η Εuropol απέχουν πολύ από το να αποδίδουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Το σημαντικότερο εμπόδιο στην κατεύθυνση αυτή είναι η απροθυμία των εθνικών αρχών να συνεργαστούν μαζί τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες με τη Europol, να αναφέρουν υποθέσεις στη EUROJUST και σε τελική ανάλυση να εκμεταλευτούν τις δυνατότητες που τα όργανα αυτά μπορούν να προσφέρουν. Η απροθυμία συνεργασίας με θεσμοθετημένα όργανα της ΕΕ, οφείλεται κατά ένα μέρος σε ανεπαρκή ενημέρωση, συνδέεται όμως αναμφίβολα και με την διστακτικότητα των εκπροσώπων της κάθε έννομης τάξης να «μοιραστούν» κομμάτι της «εθνικής τους κυριαρχίας» στο χώρο του ποινικού δικαίου.

Η απροθυμία και διστακτικότητα θα υποχωρήσουν, πιστεύω, με την πάροδο του χρόνου, αφού κάθε έννομη τάξη έχει συμφέρον στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, διαμέσου της κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερης αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, αλλά και υποχρέωση να παράσχει την υπηρεσία αυτή στους πολίτες. Ας μην ξεχνάμε ότι η αποτυχία συντονισμού της επιχειρησιακής δράσης στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος αναπότρεπτα αποβαίνει σε όφελος των εγκληματιών.         

Της Σταυρούλας Κουτουλάκου, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Εθνικού Μέλους EUROJUST

Τελευταιές Αναρτήσεις